- Κυκλοειδοῦς
- Κυκλοειδήςcircularmasc/fem/neut gen sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τροχοειδής — ές, ΝΑ αυτός που έχει σχήμα τροχού, κυκλικός νεοελλ. 1. ανατ. χαρακτηρισμός άρθρωσης κατά την οποία ένας άξονας περιστρέφεται μέσα σε έναν δακτύλιο ή ένας δακτύλιος κινείται γύρω από έναν άξονα, όπως είναι η κερκιδωλενική άρθρωση 2. φρ.… … Dictionary of Greek
ενειλιγμένη — Ο γεωμετρικός τόπος των κέντρων καμπυλότητας μίας επίπεδης καμπύλης I ή ακόμα η περιβάλλουσα των καθέτων της (η καμπύλη I ως προς την ε. της λέγεται εξειλιγμένη). Η εξειλιγμένη και η ε. έχουν τις εξής ιδιότητες: α) η εφαπτομένη σε ένα οποιοδήποτε … Dictionary of Greek
Ρομπερβάλ, Ζιλ Περσόν ή Περσοννέ ντε- — (Roberval, Ρομπερβάλ 1602 – Παρίσι 1675). Γάλλος μαθηματικός. Στο Παρίσι υπήρξε αρχικά καθηγητής στο Κολέγιο Ζερβέ και αργότερα κατέλαβε και κράτησε, έως τον θάνατό του, την έδρα των μαθηματικών στο Βασιλικό Κολέγιο. Εκτιμώμενος από τους… … Dictionary of Greek